- σατιρογράφος
- ο , η сатирик, автор сатиры
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
σατιρογράφος — ο, η, Ν συγγραφέας σατιρών. [ΕΤΥΜΟΛ. < σάτιρα + γράφος* (πρβλ. λατ. satirographus)] … Dictionary of Greek
σατιρογράφος — ο αυτός που γράφει σάτιρες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-γραφος — β συνθετικό μεγάλου αριθμού συνθέτων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, το οποίο προήλθε είτε από το ουσ. γραφή* είτε απευθείας από το ρ. γράφω*. Από τα σύνθετα αυτά, 250 περίπου είναι της αρχαίας γλώσσας, από τα οποία κανένα δεν απαντά … Dictionary of Greek
σατιρογραφία — η, Ν [σατιρογράφος] 1. η συγγραφή σατιρικών έργων 2. σατιρικό έργο, έμμετρο ή πεζό … Dictionary of Greek
σατυρογράφος — (I) ον, Α αυτός που γράφει σατυρικά δράματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < Σάτυρος + γράφος*]. (II) ο, η, Ν εσφαλμένη γραφή αντί σατιρογράφος … Dictionary of Greek